- θημωνιάζω
- και θεμωνιάζω (Μ θημωνιάζω και θεμωνιάζω) [θημωνιά]κάνω θημωνιές, μαζεύω θερισμένα σιτηρά ή χόρτα σε θημωνιέςμσν.1. συγκεντρώνω2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θημωνιασμένος και θεμωνιασμένος, -η, -ο(ν)πεσμένος ο ένας πάνω στον άλλο, σωριασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.