θημωνιάζω

θημωνιάζω
και θεμωνιάζω (Μ θημωνιάζω και θεμωνιάζω) [θημωνιά]
κάνω θημωνιές, μαζεύω θερισμένα σιτηρά ή χόρτα σε θημωνιές
μσν.
1. συγκεντρώνω
2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) θημωνιασμένος και θεμωνιασμένος, -η, -ο(ν)
πεσμένος ο ένας πάνω στον άλλο, σωριασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θημωνιάζω — θημώνιασα, σχηματίζω θημωνιές: Θημωνιάζω τα δεμάτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθημώνιαστος — και αθεμώνιαστος, η, ο [θημωνιάζω] αυτός που δεν στοιβάχτηκε σε θημωνιά, αστοίβαχτος …   Dictionary of Greek

  • θημωνιώ — θημωνιῶ, άω (Μ) [θημωνιά] θημωνιάζω …   Dictionary of Greek

  • θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”